- αρχηγώ
- [αρχηγός]είμαι αρχηγός, έχω την αρχηγία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρχηγῷ — ἀρχηγός beginning masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχηγώ — ἀρχηγός beginning masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχηγῶι — ἀρχηγῷ , ἀρχηγός beginning masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός … Dictionary of Greek